- ἐμφανισμός
- ἐμφανισμόςmanifestationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφανισμός — ἐμφανισμός, ο (Α) 1. εκδήλωση, φανέρωση 2. καταγγελία, αποκάλυψη 3. ένδειξη, υποδήλωση 4. εξήγηση, ερμηνεία … Dictionary of Greek
ἐμφανισμοῦ — ἐμφανισμός manifestation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανισμόν — ἐμφανισμός manifestation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)